στοματολαλία

στοματολαλία
και στοματολαλιά, η, Ν
ιατρ. τύπος ομιλίας κατά την οποία η αντήχηση από τη μύτη είναι ελαττωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stomatolalie (< στόμα, -ατoς + λαλιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”